νομῆς

νομῆς
νομάζω
graze
fut ind act 2nd sg (doric)
νομεύς
herdsman
masc nom pl
νομεύς
herdsman
masc nom/voc pl
νομή
pasturage
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… …   Dictionary of Greek

  • BASAN — i. e. in dente, sive in ebore, aut in mutatione, vel in somno, aut confusio, vel ignominia. (Hesychius, Βασὰν, αἰσχύνη) Regia Og Regis, quae pascuis, ac nemoribus abundans cecidit in sortem dimidiae tribûs Manassis. Longitudine a torrente Iaboc,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALEA — vel quod palô ventiletur, vela Pale frugum inventrice, vel a Patulo, vel a Graeco πάλλειν dicta, quantumcumque vilis, Providentiam tamen Dei efficaciter arguit: Unde Lucilius Vaninus Italus, qui scriptô de Arcanis Naturae librô Naturam omnium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRITON — I. TRITON Africae fluv. ex Tritonide palude erumpens, et in mare Africum, apud Tacapen Urb. unde Rio di Caps dicitur, influens, hortis Hesperideum proximus, 6. mill. pass. a Pacapis, Ferrar. Eius meminit Claudian. De laud. Stil. l. 1. v. 251.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …   Dictionary of Greek

  • εκνίκηση — η (AM ἐκνίκησις) υπερίσχυση, επικράτηση μσν. νεοελλ. η αφαίρεση τής νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που τό αγόρασε …   Dictionary of Greek

  • επινέμω — ἐπινέμω (Α) 1. διαμοιράζω 2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.) 3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.) 4. έχω το δικαίωμα νομής …   Dictionary of Greek

  • κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”